ἀτιμάσῃ

ἀτιμάσῃ
ἀτῑμά̱σῃ , ἀτιμάω
dishonour
aor subj mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀτῑμά̱σῃ , ἀτιμάω
dishonour
aor subj act 3rd sg (doric aeolic)
ἀτῑμά̱σῃ , ἀτιμάω
dishonour
fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀτῑμάσῃ , ἀτιμάζω
hold in no honour
aor subj mid 2nd sg
ἀτῑμάσῃ , ἀτιμάζω
hold in no honour
aor subj act 3rd sg
ἀτῑμάσῃ , ἀτιμάζω
hold in no honour
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλληλοατίμαση — η [αλληλοατιμάζομαι] αμοιβαία ατίμαση, το να ατιμάζει ο ένας τον άλλον …   Dictionary of Greek

  • διαφθορά — η (ΑΝ) 1. (με ηθική έννοια) ηθική εξαχρείωση, κατάπτωση, έκλυση ηθών 2. δωροδοκία, δεκασμός νεοελλ. (για γυναίκα) αποπλάνηση, ατίμαση αρχ. 1. καταστροφή, αφανισμός, θάνατος («τοὺς δέ τινας χειρωσάμενος... ἀπέστειλε ἐπὶ διαφθορῇ», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • φθορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός 2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”